- ανεπιστημονικος
- ἀνεπιστημονικόςἀν-επιστημονικός3несвойственный научному познанию, ненаучный
(πράξεις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πράξεις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεπιστημονικός — ή, ό (Α ἀνεπιστημονικός, ή, όν) αυτός που δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα … Dictionary of Greek
ἀνεπιστημονικῇ — ἀνεπιστημονικός non scientific fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)